συχαλώ

συχαλώ
Ν [χαλώ]
κατακρημνίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συχαλασμός — ο, Ν [συχαλώ] τρομερός θόρυβος που προκαλείται από διάφορα φυσικά αίτια, όπως βροντή, σεισμό, κατάπτωση βράχων κ.ά., κν. χαλασμός κόσμου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”